-
1 παρεμφατικα
-
2 παρεμφατικά
παρεμφατικόςindicative: neut nom /voc /acc plπαρεμφατικά̱, παρεμφατικόςindicative: fem nom /voc /acc dualπαρεμφατικά̱, παρεμφατικόςindicative: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
3 παρ-εμ-φᾰτικός
παρ-εμ-φᾰτικός, ή, όν, = παρεμφαντικός, gew. bei den Gramm. τὰ παρεμφατικά, die modi finiti des Verbums im Ggstz des Infinitivs, ἀπαρέμφατος, vgl. D. Hal. de C. V. 5.
-
4 παρεμφᾰτικός
παρ-εμ-φᾰτικός, ή, όν, τὰ παρεμφατικά, die modi finiti des Verbums im Ggstz des Infinitivs
См. также в других словарях:
παρεμφατικά — παρεμφατικός indicative neut nom/voc/acc pl παρεμφατικά̱ , παρεμφατικός indicative fem nom/voc/acc dual παρεμφατικά̱ , παρεμφατικός indicative fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρεμφατικός — ή, ό / παρεμφατικός, ή, όν ΝΑ [παρεμφαίνω] φρ. «τα παρεμφατικά» ή «παρεμφατικές εγκλίσεις» γραμμ. η οριστική, η υποτακτική, η ευκτική και η προστακτική, οι οποίες παρεμφαίνουν το πρόσωπο και τον αριθμό, σε αντιδιαστολή προς το απαρέμφατο νεοελλ.… … Dictionary of Greek