Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

τὰ παρεμφατικά

См. также в других словарях:

  • παρεμφατικά — παρεμφατικός indicative neut nom/voc/acc pl παρεμφατικά̱ , παρεμφατικός indicative fem nom/voc/acc dual παρεμφατικά̱ , παρεμφατικός indicative fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρεμφατικός — ή, ό / παρεμφατικός, ή, όν ΝΑ [παρεμφαίνω] φρ. «τα παρεμφατικά» ή «παρεμφατικές εγκλίσεις» γραμμ. η οριστική, η υποτακτική, η ευκτική και η προστακτική, οι οποίες παρεμφαίνουν το πρόσωπο και τον αριθμό, σε αντιδιαστολή προς το απαρέμφατο νεοελλ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»